Σελίδες

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Ένα μκρό παιδί περιγράφει το Πάσχα

Ακολουθεί μία έκθεση από παιδί Δ' δημοτικού.
Καθώς το διαβάζετε παρακαλούμε κάντε μία σύγκριση με το πως βιώνει σήμερα την γιορτή του Πάσχα ένα μέσο παιδί πχ της πόλη.
Πως εμείς το μάθαμε να το βιώνει δηλαδή.
Αν του το μάθαμε ..
Που το μόνο ίσως που θα του θυμίσει το Πάσχα θα είναι η λαμπάδα και κάποιο (σοκολατένιο πιθανώς) δώρο από τον νουνό/νουνά. Οι υπόλοιπες μέρες με άφθονη πλήξη λόγω των διακοπών από το σχόελίο, ζάπινγκ στην tv, playstation και διαδικτυακά παιχνίδια στον υπολογιστή, ε, και καμιά βόλτα στην εκκλησία Μ.Παρασκευή να προσκυνίσουμε τον επιτάφιο και Μ.Σάββατο στην Ανάσταση. Έτσι, "για το καλό"..

Όσο για το τραγούδι που αναφέρεται στην έκθεση να λένε στον Χριστό οι γυναίκες μέσα στην εκκλησία, Μ.Παρασκευή βράδυ ενώ ξενυχτάνε, έτυχε να το ακούσω στα παιδικά μου χρόνια από μία που είναι σήμερα γερόντισσα.

Λυπητερός ο ρυθμός και έντονα μελωδικός (η ίδια μελώδία επαναλαμβάνεται σε κάθε στροφή, όπως τα μοιρολόγια στα δημοτικά τραγούδια). Προσπάθησα να φέρω το τραγούδι στο μυαλό μου καθώς διάβαζα τους στίχους και αισθάνθηκα να το ξαναζώ.
τι όμορφη σοφία έχει τελικά η πατρίδα μας ...


Την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, ντύνομαι παπαδάκι με τα άλλα τα παιδιά και βγαίνουμε με τις λαμπάδες σε όλα τα ευαγγέλια και στα δώδεκα. Ο θείος μου μόλις ακούγεται το σήμερα κρεμάται επι ξύλου, δακρύζει και σκουπίζει τα μάτια του. Μετά τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ο κόσμος μένει όλο το βράδυ στην εκκλησία του χωριού μου, για να ξενυχτήσει τον Χριστό. Μόλις ξημερώσει η Μεγάλη Παρασκευή, βγαίνουν τα κορίτσια με μεγάλα κοφίνια , για να μαζέψουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα αγόρια χωριζόμαστε σε ομάδες και ανεβαίνουμε στο καμπαναριό για το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας ,πέντε χτυπήματα η μικρή ένα η μεγάλη ,χωρίς σταματημό ως το απόγευμα που γίνεται η αποκαθήλωση και το τύλιγμα του Χριστού με το σεντόνι.

Μόλις στολίσουμε τον επιτάφιο, αρχίζουμε να τραγουδούμε όλοι μαζί του Χριστού το τραγούδι :
Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός,
καλό ΄ναι και ας το λέμε.
Όποιος το λέει σώζεται, ό
ποιος το ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοαφουγκραστεί
Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο
Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει
Το δέντρο ήταν ο Χριστός,
η ρίζα η Παναγία
Και τα περικοκλάδια του
οι Δώδεκα Αποστόλοι
Τα φύλλα οπου πέφτανε
ήταν οι Μαρτυράδες
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν
για του χριστού τα Πάθη.
Η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε
για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ΄ουρανού
και από αρχαγγέλου στόμα:
«Σώνει, Κυρά μου, οι προσευχές,
σώνουν και οι μετάνοιες ,
Το γιο σου τον επιάσανε
και στα καρφιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε
και σα φονιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου την αυλή,
εκεί τον τυραννάνε»
Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε
πέφτει, λιποθυμάει,
Σταμνιά νερό της ρίξανε,
δύο κανάτια μόσχο,
τέσσερα το ροδόσταμο
ώσπου να συνεφέρει.
Και μόλις εσυνέφερε,
Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί,
φωτιά να πάει να πέσει,
Ζητά μαχαίρι να σφαγεί
για το Μονογενή της.
Πήρε τη στράτα το στρατί,
στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι την έβγαλε
στου ουρανού την πόρτα.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά,
κανένα δε γνωρίζει,
Κοιτάει δεξιότερα,
βλέπει τον Αϊ- Γιάννη:

«Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε
και Βαφτιστή του γιού μου,
μην είδες τον ιόκα μου
και σε διδάσκαλό σου;
«Βλέπεις εκείνον το φτωχό
τον παραπονεμένο,
οπου φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο ιόκας σου
και ο διδάσκαλός μου.
«Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά,
φτιάξτε τρία σπιρούνια…»
Κι εκείνος ο παράνομος
πιάνει και φτιάχνει πέντε,
τα δυο να μπουν στα χέρια του
και τα άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό
να μπει μες στην καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίαζε,
γλυκά τον ερωτούσε:
«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου,
δε μου μιλάς παιδί μου;»
«Τι να σου πω, μανούλα μου,
διάφορο δεν έχει.
Μόνο το Μέγα Σάββατο,
κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός,
σημαίνουν οι καμπάνες».
Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός,
καλό ΄ναι κι ας το λέμε.

Το βράδυ αργά γυρίζουμε τον επιτάφιο σε όλες τις ρούγες του χωριού και στα παράθυρα είναι αναμμένα θυμιατά και μυρίζει όμορφα λιβάνι. Όλοι σηκώνουν απο λίγο τον επιτάφιο και μόλις ξαναφτάσουμε στηνεκκλησία τον γυρίζουμε τρείς φορές γύρω γύρω και όλοι περνάμε απο κάτω του για το καλό. Το Μεγάλο Σάββατο όλη την μέρα δεν τρώμε τίποτα σχεδόν γιατί ο πατέρας μου λέει οτι είναι το μόνο Σάββατο του χρόνου που δεν τρώμε ούτε λάδι.

Το βράδυ φοράμε τα καλά μας, παίρνουμε τις λαμπάδες μας και πηγαίνουμε στην εκκλησία για την Ανάσταση. Στην αρχή ηεκκλησία είναι γεμάτη αλλά μετα το Χριστός Ανέστη μένουμε λίγοι και περιμένουμε ως το τέλος να κοινωνήσουμε και να φωνάξουμε το Επικράνθη που έγραψε ο Αη Γιάννης ο Χρυσόστομος. Μετά αργά την νύχτα φιλιόμαστε όλοι και φεύγουμε με το άγιο φώς να το πάμε σπίτι να σταυρώσουμε την πόρτα. Εκεί τρώμε μαγειρίτσα και τσουγκρίζουμε αυγά.Την άλλη μέρα κρεμάμε στην εκκλησία τον Ιούδα που τον καίμε γιατί πρόδωσε τον Χριστό μας για τριάντα αργύρια ,και πάμε το απόγευμα στην αγάπη και ξαναανάβουμε τις λαμπάδες.


Το Πάσχα λαχταρώ να το περνάω στο χωριό μου και πάντα στενοχωριέμαι όταν τελειώνει.

Εκθεση του μαθητή Δ΄Δημοτικού Ν.Σ. «Το Πάσχα στο χωριό μου»

αναδημοσίευση από :

http://istologio.org/?p=1606&utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+istologio+%28Alive+blog%29

Πηγή:


2 σχόλια:

  1. Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά σε όλους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια παραλλαγή του όμορφου λαϊκού μοιρολογιού θα ακούσετε στον σύνδεσμο:

    http://www.youtube.com/watch?v=CVIzwWzIpZE&feature=related

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.